- ἐπίνομος
- ἐπί-νομος, (1) dazu gesellt, ἡρωΐδων στρατός, hinzugeschaart. (2) gesetzmäßig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επίνομος — ἐπίνομος, ον (Α) [νόμος] 1. αυτός που κατοικεί στη χώρα, ο επιχώριος («ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγυρέα καλεῑ συνίμεν», Πίνδ.) 2. νόμιμος, κανονικός 3. κληρονόμος επιγρ. 4. ως ουσ. κάτοχος βοσκής επιγρ … Dictionary of Greek
ἐπίνομον — ἐπίνομος visiting the land masc/fem acc sg ἐπίνομος visiting the land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινομώτατος — ἐπίνομος visiting the land masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίνομα — ἐπίνομος visiting the land neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίνομοι — ἐπίνομος visiting the land masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek